υποτρομος

υποτρομος
    ὑπότρομος
    ὑπό-τρομος
    2
    несколько испугавшийся, оробевший, робкий Aeschin., Plut., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υποτρομος" в других словарях:

  • ὑπότρομος — quivering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπότρομος — ον, Α 1. αυτός που σιγοτρέμει («εἰ μὴ τὸ ἱερεῑον ὅλον ἐξ ἄκρων σφυρῶν ὑπότρομον γένηται», Πλούτ.) 2. αυτός που σιγοτρέμει από φόβο («ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με καὶ ὑπότρομος γίγνομαι», Λουκιαν.) 3. δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρόμος… …   Dictionary of Greek

  • ὑπότρομον — ὑπότρομος quivering masc/fem acc sg ὑπότρομος quivering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρόμοις — ὑπότρομος quivering masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρόμους — ὑπότρομος quivering masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρόμῳ — ὑπότρομος quivering masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπότρομα — ὑπότρομος quivering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπότρομοι — ὑπότρομος quivering masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρόμωι — ὑποτρόμῳ , ὑπότρομος quivering masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»